- Σικελικοῦ
- Σικελικόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… … Dictionary of Greek
αγγελικός — ή (και ιά), ό (Α ἀγγελικός, ή, όν) [ἄγγελος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς νεοελλ. όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Γκουινιτσέλι, Γκουίντο — (Guido Guinizzelli, Μπολόνια 1235; – Μονσελίτσε, Πάντοβα 1725;).Ιταλός ποιητής. Θεωρείται ομόφωνα ιδρυτής της σχολής του νέου ύφους. Ο Δάντης τον αποκαλεί «πατέρα μου» στο Καθαρτήριο και αναφέρεται συχνά ως παράδειγμα «επιφανούς εκπροσώπου της… … Dictionary of Greek
Δεφλόρ, Ρογήρος — (13ος αι.). Αρχηγός του μισθοφορικού σώματος της Καταλανικής Εταιρείας, η οποία προσκλήθηκε από τους Βυζαντινούς με σκοπό να καταπολεμήσει τους Τούρκους που λεηλατούσαν τη Μικρά Ασία. Ήταν γιος Γερμανού ευπατρίδη. Ως κυβερνήτης σε σκάφος, ο Δ.… … Dictionary of Greek
Έλυμοι ή Ελυμαίοι — Αρχαίος λαός της Σικελίας που κατοικούσε στο δυτικό τμήμα του νησιού. Η εγκατάστασή τους στη Σικελία ανάγεται στην αρχή των ιστορικών χρόνων και συμπίπτει χρονικά με αυτήν των Σικανών και των Σικελών. Οι Έ. οφείλουν την ονομασία τους στον Έλυμο,… … Dictionary of Greek
Κοριολανός, Γναίος Μάρκιος — (Gnaeus Marcius Coriolanus, 5oς αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Θρυλική φυσιογνωμία, υπήρξε –κατά την παράδοση– το μοναδικό παράδειγμα προδότη της πατρίδας, που αναφέρει η ρωμαϊκή ιστορία. Αφού κυρίευσε, το 493, την πόλη των Ουόλσκων … Dictionary of Greek
Κόσουρα — Ονομασία του ιταλικού νησιού Παντελαρία κατά την αρχαιότητα. Το νησί βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο, μεταξύ του σικελικού ακρωτηρίου Λιλιβέου (σημερινή ονομασία Γκρανίτολα) και της καρχηδονικής πόλης Ασπίδας. Έμεινε για μεγάλο διάστημα ακατοίκητο … Dictionary of Greek
Μαρτίνος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί μαζί με τον Νικόλαο. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Δεκεμβρίου. 3. Άγιος της Παννονίας, ιδρυτής του δυτικού μοναχισμού (315… … Dictionary of Greek
Παλική — Πόλη στο ανατολικό τμήμα της αρχαίας Σικελίας, κοντά στη λίμνη Παλικοί, που ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία των δίδυμων θεών Παλικών. Η πόλη ιδρύθηκε το 453 π.Χ. από τον αρχηγό των ιθαγενών Σικελών, Δουκέτιο, που την χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο… … Dictionary of Greek